- περιασπάζομαι
- Ααγκαλιάζω επανειλημμένα κάποιον και τόν φιλώ συνεχώς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιασπασάμενος — περιασπάζομαι embrace aor part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασπάζομαι — (AM ἀσπάζομαι) 1. φιλώ 2. χαιρετώ θερμά, αγκαλιάζω 3. (για γνώμες, απόψεις) αποδέχομαι, παραδέχομαι 4. τυπικός χαιρετισμός στο τέλος επιστολής («σε ασπάζομαι») μσν. νεοελλ. 1. φιλώ, προσκυνώ εικόνες, άγια λείψανα ή νεκρό 2. προσχωρώ, προσκολλώμαι … Dictionary of Greek
περιασπασμός — ὁ, Α [περιασπάζομαι] εναγκαλισμός … Dictionary of Greek